- κοφτη
- keski, kesme aleti
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… … Dictionary of Greek
Μπακόλ, Λορίν — (Lauren Bacall, Νέα Υόρκη 1924 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Μπέτι Τζόαν Πέρσκε (Betty Joan Perske). Με σπουδές στην σχολή AADA στην γενέτειρα της, βαθιά φωνή και κοφτή εκφορά λόγου, η Μ. συνδέθηκε κυρίως … Dictionary of Greek
κοπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή ή τον κόφτη: Χρειαζόμαστε κοπτικά εργαλεία. 2. τοθηλ., κοπτική ως ουσ., η τέχνη της κοπής των ρούχων για ραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)